ποσειδανιασταί

ποσειδανιασταί
και ποσειδωνιασταί, οἱ, Α
θίασος λατρευτών τού Ποσειδώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσειδάνια/Ποσειδώνια + κατάλ. -ιαστής πιθ. μέσω αμάρτυρου *ποσειδανιάζω/* ποσειδωνιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”